ἀναζήτησις

ἀναζήτησις
ἀναζήτησις
investigation
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀναζητήσει — ἀναζήτησις investigation fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀναζητήσεϊ , ἀναζήτησις investigation fem dat sg (epic) ἀναζήτησις investigation fem dat sg (attic ionic) ἀναζητέω investigate aor subj act 3rd sg (epic) ἀναζητέω investigate fut ind mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναζητήσεις — ἀναζήτησις investigation fem nom/voc pl (attic epic) ἀναζήτησις investigation fem nom/acc pl (attic) ἀναζητέω investigate aor subj act 2nd sg (epic) ἀναζητέω investigate fut ind act 2nd sg ἀ̱ναζητήσεις , ἀναζητέω investigate futperf ind act 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναζήτησιν — ἀναζήτησις investigation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Кавадиа, Тассо — Тассо Кавадиа Тассо Кавадиа (греч. Τασσώ Καββαδία) (10 января 1921 года, Патри  18 декабря 2010 года, Афины)  греческая актриса театра и кино …   Википедия

  • αναζήτηση — η (Α ἀναζήτησις) [ἀναζητῶ] 1. προσεκτική και επίμονη έρευνα, εξέταση, διερεύνηση 2. επίμονη ζήτηση, ψάξιμο νεοελλ. επιδίωξη, πόθος, επιθυμία …   Dictionary of Greek

  • Κονιτσιώτης, Κλέαρχος — (Ξάνθη 1926 – 1989). Παραγωγός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Φοίτησε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του για να στραφεί στον κινηματογράφο. Κατά τη διάρκεια των ετών 1949 58 εργάστηκε ως μηχανικός …   Dictionary of Greek

  • Μακκάς, Λέων — (Αθήνα 1892 – 1972). Διπλωμάτης και πολιτικός. Διετέλεσε βουλευτής (1928 33, 1946 56), υπουργός Προεδρίας (1932), υπουργός γενικός διοικητής των Ιόνιων Νησιών (1944 45), υπουργός Ναυτικών (1950), Βιομηχανίας (1951), Εμπορίου (1954 55), μόνιμος… …   Dictionary of Greek

  • ἀναζητήσεως — ἀναζητήσεω̆ς , ἀναζήτησις investigation fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναζητήσῃ — ἀναζητήσηι , ἀναζήτησις investigation fem dat sg (epic) ἀναζητέω investigate aor subj mid 2nd sg ἀναζητέω investigate aor subj act 3rd sg ἀναζητέω investigate fut ind mid 2nd sg ἀ̱ναζητήσῃ , ἀναζητέω investigate futperf ind mp 2nd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”